Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η απόλαυση

  • 1 délice

    απόλαυση

    Dictionnaire Français-Grec > délice

  • 2 наслаждение

    наслаждение с η απόλαυση, η ευχαρίστηση* получить \наслаждение απολαύω, παίρνω ευχαρίστηση
    * * *
    с
    η απόλαυση, η ευχαρίστηση

    получи́ть наслажде́ние — απολαύω, παίρνω ευχαρίστηση

    Русско-греческий словарь > наслаждение

  • 3 удовольствие

    удовольстви||е
    с
    1. ἡ εὐχαρίστηση [-ις]/ ἡ ἀπόλαυση [-ις], ἡ διασκέδαση (развлечение):
    находить \удовольствие в чем-л. βρίσκω εὐχαρίστηση σέ κάτι· испытывать \удовольствие αίσθάνομαι εὐχαρίστηση[ν]· доставлять \удовольствие кому-л. προξενώ εὐχαρίστηση σέ κάποιον для собственного \удовольствиея γιά τό κέφι μου· с \удовольствиеем а) μέ εὐχαρίστηση, б) εὐχαρίστως (в ответе)·
    2. (развлечение) ἡ διασκέδαση[-ις], ἡ ἀπόλαυση [-ις], ἡ ψυχαγωγία:
    предаваться \удовольствиеям τό ρίχνω στίς διασκεδάσεις· ◊ жить в свое \удовольствие καλοζῶ, καλοπερνώ, περνώ ζωή καί κότα.

    Русско-новогреческий словарь > удовольствие

  • 4 наслаждение

    ουδ.
    απόλαυση, τέρψη, ηδονή ευφροσύνη, αγαλλίαση•

    эта работа для меня наслаждение αυτή η δουλειά για μένα είναι απόλαυση.

    Большой русско-греческий словарь > наслаждение

  • 5 zevk

    1. απόλαυση, κέφι, αναγάλλιασμα, ψυχαγωγία
    2. απόλαυση, αρέσκεια, τέρψη

    Türkçe-Yunanca Sözlük > zevk

  • 6 наслаждение

    наслаждение
    с ἡ ἀπόλαυση [-ις], ἡ τέρ-Ψη [-ις],, ἡ ήδονή.

    Русско-новогреческий словарь > наслаждение

  • 7 растягивать

    растягивать
    несов
    1. (вытягивать) τεντώνω, τσιτώνω, τανύω:
    \растягивать сыру́ю кожу τεντώνω τό ἀκατέργαστο δέρμα· \растягивать о́бувь (узкую) ἀνοίγω τά παπούτσια·
    2. (лишать упругости) χαλαρώνω:
    \растягивать подтяжки χαλαρώνω τίς τιράντες·
    3. (расстилать) ἀπλώνω:
    \растягивать копер по полу ἀπλώνω τό χαλί στό πάτωμα
    4. (повреждать) στραγγουλίζω, στρομπουλίζω:
    \растягивать связки στραοποολίζω (или παθαίνω) διάστρεμμα·
    5. (продлевать) παρατείνω/ παραμακραί-νω, παρατραβώ (слишком сильно):
    \растягивать работу на месяц παρατείνω τήν ἐργασία ἐπί ἕνα μήνα· \растягивать доклад παραμακραίνω τήν εἰσήγηση· \растягивать удовольствие παρατείνω τήν ἀπόλαυση· ◊ \растягивать слова (ό)μιλώ σέρνοντας τίς λέξεις· \растягивать фронт ἀπλώνω πολύ τό μέτωπο.

    Русско-новогреческий словарь > растягивать

  • 8 delight

    1. verb
    1) (to please greatly: I was delighted by/at the news; They were delighted to accept the invitation.) δίνω μεγάλη ευχαρίστηση
    2) (to have or take great pleasure (from): He delights in teasing me.) ευχαριστιέμαι
    2. noun
    ((something which causes) great pleasure: Peacefulness is one of the delights of country life.) απόλαυση
    - delightfully

    English-Greek dictionary > delight

  • 9 enjoyment

    noun the enjoyment of life.) απόλαυση

    English-Greek dictionary > enjoyment

  • 10 gusto

    (enthusiasm or enjoyment: The boy was blowing his trumpet with great gusto.) ενθουσιασμός, απόλαυση

    English-Greek dictionary > gusto

  • 11 indulgence

    noun απόλαυση

    English-Greek dictionary > indulgence

  • 12 kick

    [kik] 1. verb
    1) (to hit or strike out with the foot: The child kicked his brother; He kicked the ball into the next garden; He kicked at the locked door; He kicked open the gate.) `κλωτσώ`, τινάζομαι προς τα πίσω
    2) ((of a gun) to jerk or spring back violently when fired.) κλωτσώ
    2. noun
    1) (a blow with the foot: The boy gave him a kick on the ankle; He was injured by a kick from a horse.) κλωτσιά
    2) (the springing back of a gun after it has been fired.) κλώτσημα
    3) (a pleasant thrill: She gets a kick out of making people happy.) απόλαυση, συγκίνηση
    - kick off
    - kick up

    English-Greek dictionary > kick

  • 13 pleasure

    ['pleʒə]
    (something that gives one enjoyment; joy or delight: the pleasures of country life; I get a lot of pleasure from listening to music.) ευχαρίστηση,χαρά,απόλαυση
    - pleasurably
    - pleasure-boat / pleasure-craft
    - take pleasure in

    English-Greek dictionary > pleasure

  • 14 relish

    ['reliʃ] 1. verb
    (to enjoy greatly: He relishes his food; I relished the thought of telling my husband about my promotion.) απολαμβάνω
    2. noun
    1) (pleasure; enjoyment: He ate the food with great relish; I have no relish for such a boring task.) απόλαυση
    2) (a strong flavour, or a sauce etc for adding flavour.) καρύκευμα, νοστιμάδα

    English-Greek dictionary > relish

  • 15 treat

    [tri:t] 1. verb
    1) (to deal with, or behave towards (a thing or person), in a certain manner: The soldiers treated me very well; The police are treating his death as a case of murder.) μεταχειρίζομαι, φέρομαι σε / αντιμετωπίζω
    2) (to try to cure (a person or disease, injury etc): They treated her for a broken leg.) κουράρω
    3) (to put (something) through a process: The woodwork has been treated with a new chemical.) επεξεργάζομαι
    4) (to buy (a meal, present etc) for (someone): I'll treat you to lunch; She treated herself to a new hat.) κερνώ, τρατάρω
    5) (to write or speak about; to discuss.) πραγματεύομαι
    2. noun
    (something that gives pleasure, eg an arranged outing, or some special food: He took them to the theatre as a treat.) απόλαυση, χαρά / κέρασμα

    English-Greek dictionary > treat

  • 16 наслаждение

    [νασλαζντιένιιε] ουσ. ο. απόλαυση

    Русско-греческий новый словарь > наслаждение

  • 17 удовольствие

    [ουνταβόλ'στβιιε] ουσ. ο. ευχαρίστηση, απόλαυση

    Русско-греческий новый словарь > удовольствие

  • 18 наслаждение

    [νασλαζντιένιιε] ουσ ο απόλαυση

    Русско-эллинский словарь > наслаждение

  • 19 удовольствие

    [ουνταβόλ'στβιιε] ουσ ο ευχαρίστηση, απόλαυση

    Русско-эллинский словарь > удовольствие

  • 20 сладко

    1. επίρ. γλυκά,
    2. ως κατηγ. είναι γλυκός•

    во рту сладко στο στόμα αισθάνομαι γλύκα.

    || είναι ευχάριστα, απόλαυση•

    сердцу было сладко αγαλλίασε η καρδιά.

    Большой русско-греческий словарь > сладко

См. также в других словарях:

  • απόλαυση — απόλαυση, η και απόλαψη, η ευχαρίστηση, διασκέδαση, τέρψη: Πίστευε πως το τσιγάρο ήταν μια απόλαυση που δεν έπρεπε να τη στερηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόλαυση — η (AM ἀπόλαυσις) [απολαύω] 1. ευχαρίστηση, τέρψη 2. ωφέλεια, κέρδος 3. φρ. «είναι απόλαυση αυτός» είναι διασκεδαστικό να τον βλέπεις ή να τον ακούς μσν. 1. αγαλλίαση 2. υποδοχή αρχ. ανταπόδοση, ανταμοιβή …   Dictionary of Greek

  • ἀπολαύσῃ — ἀπολαύσηι , ἀπόλαυσις act of enjoying fem dat sg (epic) ἀπολαύω have enjoyment of aor subj mid 2nd sg ἀπολαύω have enjoyment of aor subj act 3rd sg ἀπολαύω have enjoyment of fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδονή — Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας …   Dictionary of Greek

  • λάω — (I) λάω (Α) 1. (λ. αμφβλ. ερμ.) βλέπω ή, κατ άλλους, αρπάζω, συλλαμβάνω, ή, κατ άλλους, τρώγω με απόλαυση (α. «κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν, ἀσπαίροντα λάων» ο σκύλος κρατούσε το μικρό πολύχρωμο ελάφι: i. βλέποντάς το να σπαράζει ii. αρπάζοντάς το… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊτσούνγκ — Πόλη (περ. 715.000 κάτ.) της Ταϊβάν πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας, σε απόσταση 130 χλμ. από την Ταϊπέι. Βρίσκεται στη μέση μιας γόνιμης περιοχής, στην οποία καλλιεργείται ρύζι, ζαχαροκάλαμα, μπανανιές, τσάι, καπνός και πατάτες. Διαθέτει ακόμα …   Dictionary of Greek

  • ἀπολαύσηι — ἀπόλαυσις act of enjoying fem dat sg (epic) ἀπολαύσῃ , ἀπολαύω have enjoyment of aor subj mid 2nd sg ἀπολαύσῃ , ἀπολαύω have enjoyment of aor subj act 3rd sg ἀπολαύσῃ , ἀπολαύω have enjoyment of fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήδος — ἦδος, εος, δωρ. τ. ἆδος, τό (Α) 1. ηδονή, ευφροσύνη, ευχαρίστηση, απόλαυση («ἀλλά τί μοι τῶν ἦδος;» και ποιά ευχαρίστηση έχω από αυτά; Ομ. Ιλ.) 2. ξίδι, όξος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ήδος με τη σημ. «ηδονή, απόλαυση» < ήδομαι, με ομηρική ψίλωση (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • αλγολαγνεία — Σεξουαλική διαστροφή. Η ανάγκη ορισμένων ανώμαλων ατόμων να συνδυάζουν τη σεξουαλική πράξη με τη βία, την ταπείνωση, τη σκληρότητα κλπ., με στόχο τη μεγαλύτερη σεξουαλική απόλαυση ή και την ίδια τη σεξουαλική ηδονή, που είναι ανίκανοι να… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»