-
1 délice
απόλαυση -
2 наслаждение
наслаждение с η απόλαυση, η ευχαρίστηση* получить \наслаждение απολαύω, παίρνω ευχαρίστηση* * *сη απόλαυση, η ευχαρίστησηполучи́ть наслажде́ние — απολαύω, παίρνω ευχαρίστηση
-
3 удовольствие
удовольстви||ес1. ἡ εὐχαρίστηση [-ις]/ ἡ ἀπόλαυση [-ις], ἡ διασκέδαση (развлечение):находить \удовольствие в чем-л. βρίσκω εὐχαρίστηση σέ κάτι· испытывать \удовольствие αίσθάνομαι εὐχαρίστηση[ν]· доставлять \удовольствие кому-л. προξενώ εὐχαρίστηση σέ κάποιον для собственного \удовольствиея γιά τό κέφι μου· с \удовольствиеем а) μέ εὐχαρίστηση, б) εὐχαρίστως (в ответе)·2. (развлечение) ἡ διασκέδαση[-ις], ἡ ἀπόλαυση [-ις], ἡ ψυχαγωγία:предаваться \удовольствиеям τό ρίχνω στίς διασκεδάσεις· ◊ жить в свое \удовольствие καλοζῶ, καλοπερνώ, περνώ ζωή καί κότα. -
4 наслаждение
-я ουδ.απόλαυση, τέρψη, ηδονή ευφροσύνη, αγαλλίαση•эта работа для меня наслаждение αυτή η δουλειά για μένα είναι απόλαυση.
-
5 zevk
1. απόλαυση, κέφι, αναγάλλιασμα, ψυχαγωγία2. απόλαυση, αρέσκεια, τέρψη -
6 наслаждение
наслаждениес ἡ ἀπόλαυση [-ις], ἡ τέρ-Ψη [-ις],, ἡ ήδονή. -
7 растягивать
растягиватьнесов1. (вытягивать) τεντώνω, τσιτώνω, τανύω:\растягивать сыру́ю кожу τεντώνω τό ἀκατέργαστο δέρμα· \растягивать о́бувь (узкую) ἀνοίγω τά παπούτσια·2. (лишать упругости) χαλαρώνω:\растягивать подтяжки χαλαρώνω τίς τιράντες·3. (расстилать) ἀπλώνω:\растягивать копер по полу ἀπλώνω τό χαλί στό πάτωμα4. (повреждать) στραγγουλίζω, στρομπουλίζω:\растягивать связки στραοποολίζω (или παθαίνω) διάστρεμμα·5. (продлевать) παρατείνω/ παραμακραί-νω, παρατραβώ (слишком сильно):\растягивать работу на месяц παρατείνω τήν ἐργασία ἐπί ἕνα μήνα· \растягивать доклад παραμακραίνω τήν εἰσήγηση· \растягивать удовольствие παρατείνω τήν ἀπόλαυση· ◊ \растягивать слова (ό)μιλώ σέρνοντας τίς λέξεις· \растягивать фронт ἀπλώνω πολύ τό μέτωπο. -
8 delight
1. verb1) (to please greatly: I was delighted by/at the news; They were delighted to accept the invitation.) δίνω μεγάλη ευχαρίστηση2) (to have or take great pleasure (from): He delights in teasing me.) ευχαριστιέμαι2. noun((something which causes) great pleasure: Peacefulness is one of the delights of country life.) απόλαυση- delightfully -
9 enjoyment
noun the enjoyment of life.) απόλαυση -
10 gusto
(enthusiasm or enjoyment: The boy was blowing his trumpet with great gusto.) ενθουσιασμός, απόλαυση -
11 indulgence
noun απόλαυση -
12 kick
[kik] 1. verb1) (to hit or strike out with the foot: The child kicked his brother; He kicked the ball into the next garden; He kicked at the locked door; He kicked open the gate.) `κλωτσώ`, τινάζομαι προς τα πίσω2) ((of a gun) to jerk or spring back violently when fired.) κλωτσώ2. noun1) (a blow with the foot: The boy gave him a kick on the ankle; He was injured by a kick from a horse.) κλωτσιά2) (the springing back of a gun after it has been fired.) κλώτσημα3) (a pleasant thrill: She gets a kick out of making people happy.) απόλαυση, συγκίνηση•- kick off
- kick up -
13 pleasure
['pleʒə](something that gives one enjoyment; joy or delight: the pleasures of country life; I get a lot of pleasure from listening to music.) ευχαρίστηση,χαρά,απόλαυση- pleasurably
- pleasure-boat / pleasure-craft
- take pleasure in -
14 relish
['reliʃ] 1. verb(to enjoy greatly: He relishes his food; I relished the thought of telling my husband about my promotion.) απολαμβάνω2. noun1) (pleasure; enjoyment: He ate the food with great relish; I have no relish for such a boring task.) απόλαυση2) (a strong flavour, or a sauce etc for adding flavour.) καρύκευμα, νοστιμάδα -
15 treat
[tri:t] 1. verb1) (to deal with, or behave towards (a thing or person), in a certain manner: The soldiers treated me very well; The police are treating his death as a case of murder.) μεταχειρίζομαι, φέρομαι σε / αντιμετωπίζω2) (to try to cure (a person or disease, injury etc): They treated her for a broken leg.) κουράρω3) (to put (something) through a process: The woodwork has been treated with a new chemical.) επεξεργάζομαι4) (to buy (a meal, present etc) for (someone): I'll treat you to lunch; She treated herself to a new hat.) κερνώ, τρατάρω5) (to write or speak about; to discuss.) πραγματεύομαι2. noun(something that gives pleasure, eg an arranged outing, or some special food: He took them to the theatre as a treat.) απόλαυση, χαρά / κέρασμα -
16 наслаждение
[νασλαζντιένιιε] ουσ. ο. απόλαυση -
17 удовольствие
[ουνταβόλ'στβιιε] ουσ. ο. ευχαρίστηση, απόλαυση -
18 наслаждение
[νασλαζντιένιιε] ουσ ο απόλαυση -
19 удовольствие
[ουνταβόλ'στβιιε] ουσ ο ευχαρίστηση, απόλαυση -
20 сладко
1. επίρ. γλυκά,2. ως κατηγ. είναι γλυκός•во рту сладко στο στόμα αισθάνομαι γλύκα.
|| είναι ευχάριστα, απόλαυση•сердцу было сладко αγαλλίασε η καρδιά.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απόλαυση — απόλαυση, η και απόλαψη, η ευχαρίστηση, διασκέδαση, τέρψη: Πίστευε πως το τσιγάρο ήταν μια απόλαυση που δεν έπρεπε να τη στερηθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόλαυση — η (AM ἀπόλαυσις) [απολαύω] 1. ευχαρίστηση, τέρψη 2. ωφέλεια, κέρδος 3. φρ. «είναι απόλαυση αυτός» είναι διασκεδαστικό να τον βλέπεις ή να τον ακούς μσν. 1. αγαλλίαση 2. υποδοχή αρχ. ανταπόδοση, ανταμοιβή … Dictionary of Greek
ἀπολαύσῃ — ἀπολαύσηι , ἀπόλαυσις act of enjoying fem dat sg (epic) ἀπολαύω have enjoyment of aor subj mid 2nd sg ἀπολαύω have enjoyment of aor subj act 3rd sg ἀπολαύω have enjoyment of fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδονή — Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας … Dictionary of Greek
λάω — (I) λάω (Α) 1. (λ. αμφβλ. ερμ.) βλέπω ή, κατ άλλους, αρπάζω, συλλαμβάνω, ή, κατ άλλους, τρώγω με απόλαυση (α. «κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν, ἀσπαίροντα λάων» ο σκύλος κρατούσε το μικρό πολύχρωμο ελάφι: i. βλέποντάς το να σπαράζει ii. αρπάζοντάς το… … Dictionary of Greek
Ταϊτσούνγκ — Πόλη (περ. 715.000 κάτ.) της Ταϊβάν πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας, σε απόσταση 130 χλμ. από την Ταϊπέι. Βρίσκεται στη μέση μιας γόνιμης περιοχής, στην οποία καλλιεργείται ρύζι, ζαχαροκάλαμα, μπανανιές, τσάι, καπνός και πατάτες. Διαθέτει ακόμα … Dictionary of Greek
ἀπολαύσηι — ἀπόλαυσις act of enjoying fem dat sg (epic) ἀπολαύσῃ , ἀπολαύω have enjoyment of aor subj mid 2nd sg ἀπολαύσῃ , ἀπολαύω have enjoyment of aor subj act 3rd sg ἀπολαύσῃ , ἀπολαύω have enjoyment of fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήδος — ἦδος, εος, δωρ. τ. ἆδος, τό (Α) 1. ηδονή, ευφροσύνη, ευχαρίστηση, απόλαυση («ἀλλά τί μοι τῶν ἦδος;» και ποιά ευχαρίστηση έχω από αυτά; Ομ. Ιλ.) 2. ξίδι, όξος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ήδος με τη σημ. «ηδονή, απόλαυση» < ήδομαι, με ομηρική ψίλωση (πρβλ.… … Dictionary of Greek
αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… … Dictionary of Greek
αλγολαγνεία — Σεξουαλική διαστροφή. Η ανάγκη ορισμένων ανώμαλων ατόμων να συνδυάζουν τη σεξουαλική πράξη με τη βία, την ταπείνωση, τη σκληρότητα κλπ., με στόχο τη μεγαλύτερη σεξουαλική απόλαυση ή και την ίδια τη σεξουαλική ηδονή, που είναι ανίκανοι να… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek